You are using an outdated browser. For a faster, safer browsing experience, upgrade for free today.

Φόρτωση...

Η δημιουργία οικισμών στην Bandiera Αη Μαθιά

Πολύ συχνά μπαίνει το ερώτημα για το πότε δημιουργήθηκαν τα χωριά της περιοχής μας, και από πολλούς ΑγιοΜαθίτες το χωριό του Αη Μαθιά. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι ούτε απλή ούτε εύκολη. Διότι με τα έως τώρα δεδομένα δεν έχουν ευρεθεί γραπτές αποδείξεις, που να πιστοποιούν κάποια συγκεκριμένη περίοδο δημιουργίας των οικισμών της περιοχής αυτής. Διότι μόνο οι αποδείξεις που μας παρέχουν τα γραπτά τεκμήρια, ( ορισμένοι αρέσκονται να χρησιμοποιούν την λατινογενή λέξη Ντοκουμέντα ) ή οι ανασκαφικές ανακαλύψεις, μπορούν να πιστοποιήσουν ακλόνητες και αναμφισβήτητες θέσεις. Έτσι στο παραπάνω ερώτημα, που αφορά την γύρω από τον Αη Μαθιά και τον οικισμό του Αη Μαθιά περιοχή, δεν μπορεί έως σήμερα να δοθεί μια απόλυτα τεκμηριωμένη απάντηση. Υπάρχουν όμως αρκετά σημεία που μπορεί να σταθεί ο ερευνητής η ιστορικός που θα προσπαθήσει να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Ισχυρές ενδείξεις που με μικρή πιθανότητα λάθους μπορούν αρχικά να μας κατευθύνουν να ανιχνεύσουμε την περίοδο δημιουργίας των οικισμών της Νότιο δυτικής αυτής γωνιάς της Κερκυραϊκής υπαίθρου.

Στην περιοχή γύρω από το κάστρο του Γαρδικιού και κυρίως στους πρόποδες του Γαμήλιου όρους και από την θέση Μάρκου – Λουτρουβιά - Αγια Μαρίνα - Πραματευτή – Κόντρακα - Φλώρου – Αμούσες έως και την θέση Μυρτιά – Σκίδι εκτεινόταν μια επισκοπική πόλη. Μια πόλη της οποίας τα οικιστικά χαλάσματα υπάρχουν έως τις μέρες μας, και που οι Ιστορικοί των προηγούμενων αιώνων την ονόμαζαν Γαρδίκι. Η Σλαβογενής ονομασία όμως Γαρδίκι είναι νεότερης προέλευσης ( 8ος – 9ος ή 11ος μ.χ. αιώνας ) και ίσως την χωρίζει μιάμιση χιλιετία από τις απαρχές της οικιστικής δράσης των αρχαιοελλήνων κατοίκων της περιοχής. Οι τελευταίες επισκευαστικές και ανασκαφικές αρχαιολογικές εργασίες που γίνονται στο κάστρο του Γαρδικιού, ήρθαν να μας δώσουν ισχυρές ενδείξεις για την ορθότητα αυτής μας της θέσης. Στο ότι δηλαδή κατά την διάρκεια της κλασικής αρχαιότητας, στην περιοχή γύρω από το μέχρι τις μέρες μας σωζόμενο κάστρο του Γαρδικιού, υπήρχε ένας σχετικά μεγάλος και συμπαγής για τα δεδομένα της εποχής αυτής οικισμός. Μια οικιστική οντότητα που είχε αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα. Λαβαίνοντας σήμερα υπόψη μας τις μετακινήσεις και εποικήσεις πληθυσμών της Βυζαντινής περιόδου, και άλλα τοπικά στοιχεία που παρακάτω θα αναφέρουμε, μας ωθούν να αναθεωρήσουμε και την θέση που είχαμε για την χρονολογία κτισίματος του κάστρου, και το οποίο πλέον θα πρέπει να το θέσουμε τουλάχιστον διό αιώνες πριν από την έως σήμερα παραδοχή που τοποθετούμε την περίοδο κτισίματος του κάστρου. Ότι δηλαδή είχε κτιστεί κατά την ύστερη Βυζαντινή περίοδο, πιθανό στον 11ο ή 12ο μ.χ. αιώνα. Ο χρόνος κατασκευής του κάστρου είναι τεράστιας σημασίας στο να ανιχνεύσουμε την περίοδο της αρχικής εγκατάστασης και δημιουργίας οικισμών στην ευρύτερη περιοχή της Μπαντιέρας Αη Μαθιά. Διότι δεν νοείται δημιουργία Κάστρου, χωρίς κάποιους κοντινά ευρισκόμενους οικισμούς, στους κατοίκους των οποίων θα πρόσφερε καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου. Πολύ δε περισσότερο όταν λείψανα της πόλης αυτής διατηρούνται έως και σήμερα.


Βυζαντινοί Μισθοφόροι

Την απαρχή όμως κατασκευής των σημερινών οικισμών της περιοχής , που για ευκολία της δίνουμε την κατοπινή Ενετική ονομασία Μπαντιέρα ( Bandiera ) μπορούμε βάσιμα να την προσδιορίσουμε στην Πρώιμη και μέση Βυζαντινή περίοδο. Σίγουρο επίσης θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι συντριπτική πλειοψηφία των πρώτων κατοίκων και δημιουργών των οικισμών αυτών, ήταν μισθοφόροι στρατιώτες του Βυζαντινού στρατού. Μισθοφόροι που όταν το Βυζαντινό κράτος αδυνατούσε να τους πληρώσει, τους απέδιδε γη ( τα λεγόμενα μορτίκια ) την οποία καλλιεργούσαν. Εξαιρούνταν από αγγαρείες και άλλες επίπονες υπηρεσίες προς το κράτος. Έτσι πλέον δεμένοι με την γη τους, διέμεναν μόνιμα σε μια περιοχή δημιουργώντας οικογένειες και περιουσίες. Οι στρατιώτες αυτοί είχαν μόνο την υποχρέωση να υπερασπίζονται τον τόπο τους σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, η άλλης ανάγκης. Ακόμη κάποιοι εκούσιοι η ακούσιοι έποικοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι οι εποικισμοί στο Βυζάντιο , ιδιαίτερα τον 8ο και 9ο μ.χ. αιώνα , αποτελούσαν ένα πολύ συχνό φαινόμενο δημογραφικής πολιτικής που η Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε για την γρήγορη ενίσχυση του φθίνοντος πληθυσμού μιας περιφέρειας. Σήμερα θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι δεν είμαστε μακριά από την τότε εποικιστική πραγματικότητα υποστηρίζοντας ότι, η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής προέρχονται από μισθοφόρους στρατιώτες του Βυζαντινού στρατού, και ακόμη από Σλάβους και Μαρδαϊτες ( περιοχή της σημερινής Συρίας και Λιβάνου ) έποικους. Τα βυζαντινής προέλευσης Αγιομαθίτικα επίθετα πιστοποιούν την θέση αυτή. Ιδιαίτερα το Αρμενιάκος – Βαραγγάς ( και από το 1560 περίπου Βαραγγούλης ) Βρυώνης παραπέμπουν αυτόματα σε στρατιωτικές Βυζαντινής προέλευσης ονοματοδοσίες. Και μάλιστα Ονοματοδοσίες των τριών τελευταίων αιώνων της πρώτης χιλιετίας μ.χ. Το επώνυμο Αντριώτης και κατόπιν Ανδριώτης , πολύ πιθανόν να έχει την βάση του σε τόπο καταγωγής, η προσδιοριστικό φυλής. Όμως είναι η γενεά αυτή που δείχνει ότι πρώτη εγκαταστάθηκε και δημιούργησε το σημερινό χωριό του Αη Μαθιά. Ακόμη τα χαμένα στον Αη Μαθιά σήμερα αλλά μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα Βυζαντινής προέλευσης επίθετα, Παγωμένος – Λογαράς ( απ όπου και το Τοπωνύμιο ) – Γραμματίκης – Λαοπόδης – Γιάκουβος – Ασημόπουλος - Λαμπόπουλος ( με το επίσης έως στα 1600 τοπωνύμιο Λαμποπουλάτικα, στις σημερινές Αμούσες η Ασερνά ) , Μακρυλέκας απ όπου και το μέχρι τον 18ο αιώνα τοπωνύμιο Γράβα του Μακριλέκα ( η σημερινή γράβα του Δεντρίλα ) Καψοκαβάδης, Φλόρος απ όπου και το τοπωνύμιο "στου Φλόρου", Κουτσοχέρης απ όπου και η Γράβα του Κουτσοχέρη κ.α. ενισχύουν την παραπάνω θέση. Ένα ακόμη επιχείρημα της θέσης αυτής είναι και το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα μεγάλες εκτάσεις γής δεν έχουν μόνο αγρωνύμια που παραπέμπουν στα επίθετα που προαναφέραμε αλλά και αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες, οι πλειοψηφία των σημερινών ιδιοκτητών είναι συνώνυμοι των αγρωνυμίων. Τέτοια είναι το Λιβάδι το Αντριωτάτικό και η ευρύτερη περιοχή από Πραματευτή έως και το Σκίδι, το κλίσμα το Αρμενιακάτικο δυτικά του κάστρου του Γαρδικιού, η περιοχή των Βαραγγούληδων στο Αλωνάκι. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και αργότερα μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν και στους νέους κάτοικους που εγκαταστάθηκαν στο χωριό αποδόθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης. Αυτές όμως ήταν σχετικά απομακρυσμένες. Έτσι στους Αβραμιώτηδες φαίνεται ότι παραχωρήθηκαν εκτάσεις γης στα Στρατιώτικα, ενώ και οι Κουρήδες απέκτησαν περιουσίες εκεί. Ακόμη όμως πιο ισχυρή γίνεται η θέση μας αυτή από την παράθεση τοπωνυμίων της περιοχής που αυτόματα παραπέμπει σε στρατιωτικής χρησιμότητας και χρησιμοποίησης σημείων της περιοχής από τους Βυζαντινούς. Σε τέτοιας μορφής τοπωνύμια μπορούμε να κατατάξουμε τα: Στρατιώτικα – Βάρδια – Βίγγλα – Παλιόβιγγλα – Μεροβίγγλι – Παραμόνας. Όμως εκείνο το τοπωνύμιο που παραπέμπει στα Αρχαιοελληνικά και πρώιμα Βυζαντινά χρόνια είναι το ευρισκόμενο στο ψηλότερο σημείο του Γαμήλιου όρους και που είναι Οφανός. Το όνομα αυτό προέρχεται από τις φωτιές που άναβαν οι βιγγλάτορες - φρουροί στην κορφή του Γαμήλιου όρους, για να ειδοποιηθούν οι γύρω κάτοικοι και η πόλη της Κέρκυρας για τον επερχόμενο εχθρικό κίνδυνο. Ιδιαίτερης επίσης σημασίας είναι ακόμη ο Ζγονός , όπου και το ομώνυμο μέχρι το 1815 περίπου χωριό κ.α. Το γεγονός επίσης ότι κανένα από τα χωριά της δυτικής ακτής της Κέρκυρας, δεν είναι κτισμένο κοντά στην θάλασσα η όπως ποιητικά έλεγαν "μακριά από το μάτι της θάλασσας" βάσιμα μας δημιουργεί την πεποίθηση ότι τα χωριά αυτά, η τουλάχιστον τα μεγαλύτερα από αυτά είναι δημιουργήματα της πριν το 900 μ.χ. χρόνων.


Σλάβοι και Μαρδαϊτες Έποικοι

Αρκετά επίσης επώνυμα και τοπωνύμια Σλαβικής προέλευσης, πιστοποιούν την εγκατάσταση στην περιοχή Σλάβων εποίκων. Είναι πολύ πιθανόν, παίρνοντας υπόψη μας την Βυζαντινή ιστορία αυτό να άρχισε από τις αρχές του 8ου μ.χ αιώνα, και να συνεχίστηκε και τους επόμενους δύο αιώνες. Αυτοί ήταν εθελούσιοι έποικοι που προέρχονταν από τις λεγόμενες Σκλαβηνίες ( απ όπου και το σημερινό Κερκυραϊκό επώνυμο Σκλαβούνος ) αλλά και πολλοί ακούσιοι Σλάβοι έποικοι που οι Βυζαντινοί τους εκτόπιζαν μετά από αποτυχημένες στάσεις και επαναστάσεις σε απομακρυσμένες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Έτσι στο πέρασμα των αιώνων ο πλήρης Εξελληνισμός αυτών των εποίκων, δεν τους έκανε να χάσουν και κάποιο κομμάτι από τις ρίζες τους, που μας θυμίζουν μέσω των ονομάτων και τοπωνυμίων και λέξεων που μας άφησαν. Τέτοιες λέξεις, επώνυμα η ονόματα έχουν να κάνουν κύρια με ασχολίες αγροτικών η ποιμενικών κοινωνιών. Δραγάτης η Δραγάνης, στάνη, ρούγγα, λόγγος, τσαπί η τσάπα είναι κάποιες από αυτές. Επίθετα της περιοχής που έχουν σλαβική προέλευση είναι το Λιούμπας – Δραγανίκος – Μπόγδος – Μπογδάνος - Ασονίτης – Κατσούρης και ακόμη τα παλαιώτερα Ρόγιας , Δραγουμάνος – Χλεμπονίκος κ.α.. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ο σημερινός οικισμός της Στρογγυλής, αποτελούσε τότε ένα Σλαβογενές μόρφωμα. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και τα Σλαβικής προέλευσης τοπωνύμια της περιοχής. Τεράστιας σημασίας είναι το γεγονός ότι στις εκχερσώσεις γης, επικράτησαν να χρησιμοποιούνται Παλαιοσλάβικης ρίζας λέξεις. Τέτοιες λέξεις απ’ όπου προέρχονται και σχετικά τοπωνύμια ήταν η λέξη Κερτς ( σε ελεύθερη μετάφραση αποκαϊδια ), και η λέξη Ρόγκ ( κέρατο – αποκομμένοι κορμοί δέντρων η θάμνων που από το έδαφος φαίνονταν σαν κέρατα ). Ετσι από την λέξη Κέρτς – Κερτσούρ έγινε Κατσούρι, ( περιοχή Αη Μαθιά ) απ’ όπου και το επώνυμο Κατσούρης, και από την λέξη Ρόγκ, η λέξη Ρογκια ή Ρόγια απ’ όπου και το επώνυμο Ρόγιας. Το τοπωνύμιο Ρόγια, δίπλα στην περιοχή Βελαριάς, απαντάται στον Αη Μαθιά μέχρι και τα μέσα του 17ου αιώνα, ενώ σήμερα το βρίσκουμε στην Βόρεια Κέρκυρα. Άλλα Σλαβογενή τοπωνύμια είναι το Γαρδίκι ( λέξη Γράντ – πόλη ), Μέγκουλα ( Μογκίλα-μικρός λόφος ) – Μαρίτσα- και οικισμοί όπως Βραγκανιώτικα ( Βράγκα – εχθρός όπου ονόμαζαν την ελονοσία, απ’ όπου επίσης η λέξη βρακανιασμένος = χλωμός ) – Χλομός ( από την λέξη Χέλμ = λόφος – μικρό βουνό ) Στρογγυλή ( από την λέξη Στρόνγκ = τρομερός, ισχυρός, δυνατός ). Όμως στους ήδη μισθοφόρους Βυζαντινούς στρατιώτες, και Σλάβους έποικους της περιοχής προστέθηκαν λίγο αργότερα και Μαρδαϊτες έποικοι.

Αφού όπως και παραπάνω αναφέραμε έποικοι από την περιοχή του Μαύρου Ορους της Συρίας , ( Αραβικά Luccam ) εγκαταστάθηκαν στα χώματα αυτά. Υπέρ αυτής της θέσης συνηγορεί το εξής ισχυρό ιστορικό στοιχείο. Κατά την διάρκεια του 11ου και 12ου μ.χ αιώνα η σημερινή ευρύτερη περιοχή της Μπαντιέρας Αη Μαθιά, και μετέπειτα Δήμου Μελιτειέων ανήκε στην λεγόμενη Δεκαρχία ** των Μαρδαϊτών ** Οι Μαρδαϊτες ήταν ικανότατοι πολεμιστές που φρουρούσαν τα Βυζαντινά σύνορα στην περιοχή του Mαύρου όρους. Το όνομα Μαρδαϊτης σήμαινε Αντάρτης – Ληστής. Αν και ολιγάριθμοι, με μεγάλη επιτυχία αντιμετώπιζαν τις εισβολές των Αράβων, αφού είχαν ειδικευτεί στον κλεφτοπόλεμο. Όμως στα τέλη του 7ου μ.χ. αιώνα μια συμφωνία του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Β΄ με τον χαλίφη των Αράβων Αbd al Malik τους διασπείρει σε διάφορα σημεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά την αρχική τους εγκατάσταση στα παράλια της Μικράς Ασίας, που έγιναν γνωστοί σαν ικανότατοι ναυτικοί, εγκαταστάθηκαν και στο λεγόμενο τότε Βυζαντινό Θέμα της ** Πελοποννήσου Κεφαλονιάς και Νικόπολης ** που ανήκε διοικητικά και η Κέρκυρα. Έτσι ένας αρκετά σοβαρός αριθμός από αυτούς εγκαταστάθηκε στην Νότια κυρίως Κέρκυρα, και στην ευρύτερη περιοχή του Αη Μαθιά και ποταμιού Μεσσογγής. Γι’ αυτό και οι Βυζαντινές προέλευσης δεκαρχίες της εποχής αυτής φαίνεται να έχουν τα ονόματα Δεκαρχία της Μαρδίας ( σε Λατινογενές κείμενο Decarchia di Marday ) για την περιοχή της Λευκίμμης, και Δεκαρχία των Μαρδαϊτων ( Decarchia di Mardatorum ) για την γύρω από τον Αη Μαθιά περιοχή.

Στο ερώτημα λοιπόν ποιοι ήταν οι πρωταρχικοί δημιουργοί του Αη Μαθιά και των γύρω οικισμών, η πεποίθηση μας είναι ότι ήταν κύρια Μισθοφόροι Βυζαντινοί στρατιώτες, και ακόμη Σλάβοι, Μαρδαϊτες και άλλοι εκούσιοι και ακούσιοι έποικοι. Πότε έγινε αυτό ?? Πιθανότατα, με βάση τα παραπάνω στοιχεία και συλλογισμούς, κατά την διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων της πρώτης χιλιετίας μ.χ..


Κείμενο: Κώστας Ανδριώτης