You are using an outdated browser. For a faster, safer browsing experience, upgrade for free today.

Φόρτωση...

Δημοτική ενότητα Μελιτειέων

Γενική ιστορική αναφορά οικισμών

Πολλές φορές κάνοντας αναφορές στο ιστορικό παρελθόν μιας περιοχής, μπαίνει το ερώτημα της ιστορικής των χωριών, των οικισμών, και άλλων τοποθεσιών της περιοχής. Κύρια όμως τον κόσμο τον απασχολεί, και συχνά θέτει ερωτήματα για το πότε και πώς δημιουργήθηκε και πως αναπτύχθηκε το κάθε χωριό στο πέρασμα του ιστορικού χρόνου. Ακόμη ένα εξ΄ ίσου σημαντικό στοιχείο είναι η Ονοματοδοσία του κάθε χωριού και οικισμού. Το πως δηλαδή πήρε το όνομα του ο κάθε τόπος, από πού προέρχεται, και ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη η μη του κάθε χωριού και οικισμού.

Για τα χωριά του πρώην Δήμου Μελιτειέων μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάποια ιστορικά στοιχεία μετά το 1000 μ.Χ., και αυτά βασιζόμενοι σε γενικές ιστορικές παραδοχές, και γενικές πληροφορίες που έχουμε από την ιστορία της Κέρκυρας. Δηλαδή ξέρουμε ότι κατά το διάστημα της Ανδυγαυικής κατοχής (13ος αιώνας – εως το 1386 – με μια μικρή διακοπή που η Κέρκυρα ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου) το τιμάριο που ανήκε η περιοχή του πρώην Δήμου Μελιτειέων, μαζί με τους Παξούς και την γενικότερη περιοχή της Λευκίμμης ανήκε στην οικογένεια του Ανδυγαυού ευγενή San Ippolito, σαν ανταπόδοση των πολλών πολεμικών υπηρεσιών που προσέφερε στον Οίκο των Αντζού. Θεωρούνταν δε το τιμάριο αυτό ιδιαίτερα ελκυστικό, λόγω της ύπαρξης της Λίμνης των Κορισσίων, που από τότε ήταν πλούσια σε χέλια και κεφάλους. Δυστυχώς για την περιοχή μας γραπτά δεν υπάρχουν για την πριν το 1450 περίοδο, και αυτά που στα Ιστορικά αρχεία υπάρχουν μετά την περίοδο αυτή, περιμένουν αιώνες τώρα, τους ερευνητές που θα τα εντοπίσουν, θα τα αναλύσουν και θα τα παρουσιάσουν. Όμως ένα τέτοιο έργο είναι τιτάνιο, (λόγω της πληθώρας των εγγράφων που υπάρχουν, για ένα διάστημα πέντε περίπου αιώνων), και πέρα από τις δυνάμεις ένα - δύο ανθρώπων.

Ποια όμως ήταν τα στοιχεία εκείνα που καθόριζαν την τοποθεσία που επιλεγόταν για να δημιουργηθεί ένας οικισμός στα χρόνια εκείνα; H απάντηση είναι: Δύο. Το νερό και η ασφάλεια. Η ύπαρξη δηλαδή μπόλικου νερού, (κατά βάση από πηγές – κρήνες) πρώτα για να μπορέσει να χτιστεί ο οικισμός και κατόπιν για να εξυπηρετούνται ικανοποιητικά οι καθημερινές ανάγκες του πληθυσμού, χωρίς μεγάλο μόχθο. Και φυσικά η ασφάλεια. Και όταν λέμε ασφάλεια δεν εννοούμε μόνο την προστασία από επικίνδυνους πειρατές η άλλους εχθρούς, αλλά και από τις κακές καιρικές συνθήκες, (κυρίως υγρασία) και κυρίως τις αρρώστιες. Γι’ αυτό και όλα τα χωριά της Δυτικής και Νότιας Κέρκυρας βρίσκονται μακριά από την θάλασσα, και χτισμένα είτε σε λόφους, (Βουνιατάδες – Βραγκανιώτικα – Χλομοτιανά - Επισκοπιανά) είτε σε πρόποδες βουνών, (Στρογγυλή – Αι Μαθιάς – Σπήλιο – Μωραϊτικα) η σε μεγάλο υψόμετρο (Παυλιάνες – Αι Δημήτρης – Χλομός). Στον κανόνα αυτό εξαίρεση αποτελεί το Πεντάτι, το οποίο βρίσκεται κοντά στην θάλασσα, το οποίο όμως είναι και το νεότερο σε ηλικία χωριό του Δήμου, αφού δημιουργήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στα τελευταία δηλαδή χρόνια των Ενετών στο νησί μας, από κατοίκους των Συναράδων. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η περιοχή του σημερινού Πεντατιού ήταν ονομαστή και πλούσια για τις βελανιδιές, που σε αφθονία υπήρχαν.


Ο καρπός της βελανιδιάς

Ο καρπός της βελανιδιάς, το βελανίδι ήταν ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας. Χρησιμοποιούνταν πάρα πολύ σαν ζωοτροφή, και ήταν και είναι αγαπημένη τροφή για τα γουρούνια. Σε μερικά δε μέρη της Ελλάδας έφτιαχναν Ψωμί και πίτες με βάση την ψίχα από το βελανίδι. Υπάρχει δε η μαρτυρία του Γιάννη του Μπόϊκου – Μωβέ, ότι και κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου πόλεμου και κυρίως το 1917, που ήταν μια άσοδη και δύσκολη χρονιά, πολλές νοικοκυρές στον Αι Μαθιά έπαιρναν την ψίχα από το βελανίδι, έβγαζαν το μέσα απαλό κομμάτι από τα τσόκαλα, και με λίγο καλαμπόκι τα άλεθαν στους οικιακούς χερόμυλους. Με το μείγμα αυτό έφτιαχναν ψωμί. Ακόμη το κύπελλο του βελανιδιού, μετά από επεξεργασία και βιομηχανική απόσταξη χρησιμοποιούνταν και σαν υλικό για το βάψιμο των ρούχων. (Καφέ κόκκινη βαφή- το λεγόμενο κρεμέζι), όπως και στην βυρσοδεψία, για την κατεργασία των δερμάτων των ζώων. Ακόμη το ξύλο της βελανιδιάς είναι άριστο υλικό στην ξυλουργική και στην ναυπηγική. Το σημερινό Πεντάτι το όνομά του το οφείλει στο Πέντατο, στον τρόπο δηλαδή φορολογίας (20%) που οι συλλέκτες βελανιδιών – που δεν ήταν μόνο για εσωτερική κατανάλωση, αλλά και για εξαγωγή,- απέδιδαν στις αρχές. Η φορολογία δε αυτή γινόταν επιτόπου κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβρη. Βενετοί έμποροι παραλάμβαναν το εμπόρευμα και μετά από επεξεργασία μέσω των λιμανιών της Βενετίας και της Μασσαλίας διοχέτευαν κυρίως τις βαφές στα παζάρια της Βόρειας Αφρικής (Αλγερία – Τυνησία). Στο σημείο αυτό δεν θα ήταν άσκοπο να δώσουμε και μια ακόμη πληροφορία που αφορά το εμπόριο βελανιδιών και την σημασία του τα χρόνια εκείνα, αρκεί να πούμε πως στην διάρκεια του 18-19ου αιώνα μόνο από τα λιμάνια της Πελοποννήσου και μόνο προς την Μασσαλία εξάγονταν κάθε χρόνο περισσότερο από 1.500.000 οκάδες βελανίδια, σύμφωνα με τον περιηγητή Πουκεβίλ.

Στο πέρασμα του ιστορικού χρόνου, χωριά εγκαταλείφθηκαν και ερήμωσαν, ενώ άλλα αναπτύχθηκαν και μεγάλωσαν. Στην περιοχή μας χωριά που δεν υπάρχουν σήμερα, υπήρξαν το Γαρδίκι, ο Πρινίλας η Μπερνίλας, και ο Ζγονός η Ζυγονός.


Γαρδίκι

Η επισκοπική πόλη Γαρδίκι πρέπει να γνώρισε μέρες δόξης μέχρι και τα τέλη του 13ου αιώνα. Επεκτείνονταν σε μια απόσταση που σε μάκρος ξεπερνά τον σημερινό Αι Μαθιά, αφού χαλάσματα ακόμη σήμερα υπάρχουν από την περιοχή λουτρουβιά (Μαρκου) έως και τον Άγιο Στέφανο (Δεντρίλα). Η λέξη δε Γαρδίκι είναι Βλάχικης προέλευσης από το Γκαρντίστι που σημαίνει οχυρό – ταμπούρι. Από τους Βλάχους όμως την πήραν οι Σλαύοι που δημιούργησαν τις λέξεις * Guardik – Guardika * και έδιναν την έννοια του σημείου που ελέγχεται, η ακόμη υπάλληλος που ελέγχει. Τα σημεία αυτά συνήθως ήταν περάσματα, και σημεία επικοινωνίας που διακινούνταν εμπορεύματα. Έτσι τα μέρη αυτά χρησιμοποιούνταν και για την είσπραξη των φόρων, που τότε δίνονταν σε είδος. Η βάση όμως της λέξης είναι Λατινική- από το ρήμα Guardo – βλέπω, παρατηρώ, επισκοπεύω. Μια άλλη ετυμολογική προσέγγιση της λέξης Γαρδίκι, είναι ότι προέρχεται από την πανάρχαια Φρυγική λέξη * Gordo * που σημαίνει Πόλη. Το Γαρδίκι είναι το πρώτο χωριό, στα όρια του πρώην Δήμου Μελιτειέων, που ερήμωσε πιθανότατα μετά την μείωση της αμυντικής σημασίας του παρακείμενου κάστρου. Και αυτό πρέπει να έγινε έως τα μέσα του 14ου αιώνα, περίπου έναν αιώνα πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Από τότε δε έχει μείνει και το δίστιχο

Πόλη ήταν το Γαρδίκι
Και χωριό οι Βουνιατάδες
Κι ο καημένος ο Μπρινίλας
Με τα δεκαοχτώ εργαστήρια.

Πρινίλας

Ο Πρινίλας που είναι το δεύτερο χωριό που ερήμωσε, και που σήμερα αποτελεί περιοχή του χωριού Βραγκανιώτικα, κατά πάσα πιθανότητα οφείλει το όνομά του στην λέξη πρινός – περνάρι. Ηταν δηλαδή μέρος που είχε πολλές πουρναριές. Και παραπάνω στην αναφορά μας για το Πεντάτι ήδη αναφέραμε για την σημασία του καρπού της πουρναριάς και της βελανιδιάς. Ηδη στην διάρκεια του 17ου αιώνα άρχιζε και παρήκμαζε ώσπου στα τέλη του αιώνα αυτού να ερημώσει και οι λίγοι κάτοικοί του που κυρίως ήταν τεχνίτες, να μετοικήσουν στα γύρω χωριά των Βραγκανιώτικων και Χλομοτιανών. Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι ονομαστοί ήταν κατά την διάρκεια του 16ου -17ου αιώνα οι τεχνίτες του χωριού, και ιδιαίτερα οι χτίστες που στην πλειοψηφία τους είχαν μετοικήσει εκεί από την γειτονική Ήπειρο, σύμφωνα με συμβόλαια της περιόδου αυτής. Επειδή όμως αναφερθήκαμε παραπάνω στο χωριό Βραγκανιώτικα, θα πρέπει να πούμε ότι το συγκεκριμένο χωριό αν και μικρό, είναι από τα παλαιότερα της περιοχής, με μια ιστορική διαδρομή που θα πρέπει να πλησιάζει την χιλιετία. Το όνομά του δε προέρχεται από την Σλαβογενή λέξη * Βράγκα * που οι ντόπιοι έδιναν στην αρρώστια και που αφορούσε την Ελονοσία – Μαλάρια, που θέριζε κατά καιρούς τους κατοίκους Κυριολεκτικά η λέξη * Βράγκα * σημαίνει εχθρός, από την σλάβικη βάση Vrag. Εχθρός όμως εδώ ήταν η αρρώστια, και αρρώστια η ελονοσία. Ήταν δηλαδή το χωριό των αρρωστημένων που κατέφυγαν στο σημερινό σημείο, για να βρουν καλλίτερες συνθήκες ζωής (περισσότερο ήλιο – λιγότερη υγρασία), μακριά από το υγρό και βλαβερό περιβάλλον που υπήρχε στις παραλίμνιες περιοχές. Είναι δηλαδή κάτι ανάλογο αυτού που συμβαίνει ακόμη σήμερα σε εμάς με την λέξη – Καρκίνος, και που ξορκίζοντας την λέξη πολύ κόσμος την αναφέρει σαν Κακιά αρρώστια. Έτσι και τότε οι άνθρωποι με την λέξη Βράγκα – εχθρός, φοβούνταν και ξόρκιζαν την κακή αρρώστια που ήταν η ελονοσία.


Ζγονός – Ζυγονός

Τα τρίτο ερημωμένο χωριό ήταν ο Ζγονός – Ζυγονός, σε μικρή απόσταση από τον παραδοσιακό οικισμό του Αι Μαθιά, και με πολλές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων των δύο χωριών, μέχρι λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα όταν και ερήμωσε. Εντύπωση όμως κάνει το γεγονός ότι επώνυμα Ζυγονιατών δεν απαντώνται στον Αι Μαθιά, όταν ο Ζγονός εγκαταλείφθηκε. Για κάποιαν αιτία που σήμερα δεν γνωρίζουμε φαίνεται ότι κανένας Ζγονιάτης δεν μετοίκησε στον Αι Μαθιά. Στην ντόπια προφορική παράδοση ονομαστός ήταν ο Λισγαράς, πλούσιος γαιοκτήμονας της περιοχής, αλλά και ακόμη η καύση του λείψανου του παπά του χωριού, από τους κατοίκους του γιατί θεωρούσαν ότι βρυκολιάκασε και έσπερνε το θανατικό στα παιδιά του χωριού. Ο τελευταίος αυτός θρύλος, ίσως είναι και η πραγματική αιτία της ερήμωσης του χωριού. Δηλαδή κάποια λιμώδης μεταδοτική ασθένεια, που ξεκλήρισε το χωριό, και έκανε τους λιγοστούς κατοίκους να μετοικήσουν σε μακρινά χωριά, αφού στα κοντινά δεν τους δέχονταν.


Κείμενο: Κώστας Ανδριώτης